- ανεπιφύλακτα
- безрезервно
Грчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό). 2014.
Грчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό). 2014.
Αλεξάνδρα — I Θεά της Λακωνίας, η οποία λατρευόταν στις Αμύκλες και στα Λεύκτρα, όπου υπήρχαν ιερά της. Την παρίσταναν να κρατά λύρα. Αργότερα ταυτίστηκε με την Κασσάνδρα, κόρη του Πρίαμου και δούλα του βασιλιά Αγαμέμνονα. II Περίφημη ζωγράφος των… … Dictionary of Greek
Πολύβιος — (Μεγαλόπολις, Αρκαδία περ. 205 π.Χ. – περ. 125/120 π.Χ.). Αρχαίος Έλληνας ιστορικός. Γιος του στρατηγού της Αχαϊκής Συμπολιτείας Λυκόρτα, αναμείχθηκε και ο ίδιος στην πολιτική ζωή της συμπολιτείας. Το 168, μετά τη συντριβή της μακεδονικής δύναμης … Dictionary of Greek
ίσος — η, ο (ΑΜ ἴσος, η, ον, Α επικ. τύπος ἶσος και ἔϊσος, η, ον) 1. αυτός που είναι ίδιος με κάποιον άλλον κατά την ποσότητα, τις διαστάσεις, τη δύναμη ή την αξία 2. αυτός που εκτείνεται σε ευθεία γραμμή, ευθύς, ίσιος 3. ομαλός, επίπεδος 4. αυτός που… … Dictionary of Greek
αξεσπάθωτος — η, ο 1. αυτός που δεν έδρασε αποφασιστικά 2. αυτός που δεν εκδήλωσε ανεπιφύλακτα τη γνώμη ή τα φρονήματα του … Dictionary of Greek
δεσμώ — (I) (AM δεσμῶ, έω) [δεσμός] φρ. «τὸ δεσμεῑν τε καὶ λύειν» το δικαίωμα τών αποστόλων και τών διαδόχων τους να χορηγούν άφεση αμαρτιών νεοελλ. φρ. «αυτός έχει το δεσμείν και λύειν» εισακούεται ανεπιφύλακτα από κάποιον ανώτερο του αρχ. μσν. δένω… … Dictionary of Greek
εκκεχυμένως — ἐκκεχυμένως επίρρ. (Α) 1. άφθονα, πλουσιοπάροχα 2. με πολυτέλεια 3. ανεπιφύλακτα … Dictionary of Greek
ενδυμασία — Το σύνολο των αντικειμένων –οποιουδήποτε υλικού ή τρόπου κατασκευής– που χρησιμοποιεί ο άνθρωπος για να ντύνεται και να στολίζεται. Για πολύ καιρό, ιδιαίτερα σε περιοχές τις οποίες ευνοούσε το θερμό κλίμα, οι άνθρωποι δεν ένιωθαν την ανάγκη να… … Dictionary of Greek
επιτρέχω — (AM ἐπιτρέχω) [τρέχω] 1. τρέχω σε μια διεύθυνση, σπεύδω, ορμώ, επιπίπτω εναντίον κάποιου («ὁ δ’ ἐπέδραμεν», Ομ. Ιλ.) 2. απλώνομαι, εκτείνομαι («ἐπιδέδρομεν νυκτὶ φέγγος», Απολλ. Ρόδ.) 3. εισβάλλω σε μια χώρα («τοῡτο δὲ Μαιάνδρου πεδίον πᾱν… … Dictionary of Greek
εφημερίδα — Έντυπο που κυκλοφορεί κάθε μέρα ή σε αραιότερα χρονικά διαστήματα και περιέχει ειδήσεις, σχόλια και άλλο υλικό της επικαιρότητας. Στην ευρύτερη σημασία του ο όρος ε. χαρακτηρίζει κάθε τυπωμένο κείμενο, στο οποίο καταχωρούνται ειδήσεις που… … Dictionary of Greek
καθομολογώ — (Α καθομολογῶ, έω) αναγνωρίζω ανεπιφύλακτα, παραδέχομαι, ομολογώ («καὶ ὅρα, ὦ Κρίτων, ταῡτα καθομολογῶν, ὅπως μὴ παρὰ δόξαν ὁμολογῆς», Πλάτ.) αρχ. 1. (ενεργ. και παθ.) συγκατατίθεμαι, υπόσχομαι («καθομολογήσας ἡμῑν πίστιν δοῡναι ἐν ακροπόλει»,… … Dictionary of Greek
καταδικάζω — (AM καταδικάζω) [καταδίκη] εκδίδω καταδικαστική απόφαση, κρίνω κάποιον ως ένοχο σε δίκη, επιβάλλω ποινή, τιμωρώ νεοελλ. 1. κρίνω εκ τών προτέρων την τύχη κάποιου («ο θεός τόν καταδίκασε να σέρνεται») 2. προδικάζω κακή έκβαση, προοιωνίζομαι κακό… … Dictionary of Greek